- χρηματίζοντες
- χρηματίζωnegotiatepres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υλογεώδης — ῶδες, Μ ο πλασμένος από γήινη ύλη («ὑλογεώδεις ἄψυχοι οἱ θεοὶ χρηματίζοντες», Ιωάνν. Μον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + γεώδης] … Dictionary of Greek
χρηματίζω — ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α [χρῆμα, χρήματος] μέσ. χρηματίζομαι κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα νεοελλ. ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος») μσν. 1. καλώ, ονομάζω 2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή… … Dictionary of Greek